Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπηλικός
καπηλίς
καπηλογείτων
καπηλοδύτης
κάπηλος
καπήλτια
κάπια
καπίθη
καπίστριον
Καπιτώλιον
καπναύγης
κάπνειος
καπνείω
καπνέλαιον
κάπνη
καπνηλός
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
View word page
καπναύγης
smoke-observer, diviner

ShortDef

smoke-observer, diviner

Debugging

Headword:
καπναύγης
Headword (normalized):
καπναύγης
Headword (normalized/stripped):
καπναυγης
IDX:
44950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44951
Key:

Data

{'content': 'smoke-observer, diviner'}