Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάπη
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπήλη
καπηλικός
καπηλίς
καπηλογείτων
καπηλοδύτης
κάπηλος
καπήλτια
κάπια
καπίθη
καπίστριον
Καπιτώλιον
καπναύγης
κάπνειος
καπνείω
καπνέλαιον
κάπνη
καπνηλός
View word page
καπήλτια
projecting piece at a ship's stern

ShortDef

projecting piece at a ship's stern

Debugging

Headword:
καπήλτια
Headword (normalized):
καπήλτια
Headword (normalized/stripped):
καπηλτια
IDX:
44945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44946
Key:

Data

{'content': "projecting piece at a ship's stern"}