Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπανικός
καπέτις
κάπετος
Καπετώλιον
Καπετωλιονίκης
Καπετώλιος
κάπη
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπήλη
καπηλικός
καπηλίς
καπηλογείτων
καπηλοδύτης
κάπηλος
καπήλτια
κάπια
καπίθη
καπίστριον
Καπιτώλιον
View word page
καπήλη
steersman's seat, hold

ShortDef

steersman's seat, hold

Debugging

Headword:
καπήλη
Headword (normalized):
καπήλη
Headword (normalized/stripped):
καπηλη
IDX:
44939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44940
Key:

Data

{'content': "steersman's seat, hold"}