Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάνωπον
κάος
καπαῖος
Καπανεύς
καπάνη
Καπανηιάδης
Καπανηϊάδης
Καπανήϊος
καπανικός
καπέτις
κάπετος
Καπετώλιον
Καπετωλιονίκης
Καπετώλιος
κάπη
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπήλη
καπηλικός
καπηλίς
View word page
κάπετος
a ditch, trench

ShortDef

a ditch, trench

Debugging

Headword:
κάπετος
Headword (normalized):
κάπετος
Headword (normalized/stripped):
καπετος
IDX:
44931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44932
Key:

Data

{'content': 'a ditch, trench'}