Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
κάος
καπαῖος
Καπανεύς
καπάνη
Καπανηιάδης
Καπανηϊάδης
Καπανήϊος
καπανικός
καπέτις
κάπετος
Καπετώλιον
Καπετωλιονίκης
Καπετώλιος
κάπη
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλεύω
καπήλη
View word page
καπανικός
enormous
ShortDef
enormous
Debugging
Headword:
καπανικός
Headword (normalized):
καπανικός
Headword (normalized/stripped):
καπανικος
IDX:
44929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44930
Key:
Data
{'content': 'enormous'}