Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κανυσῖνος
Κανωβεύς
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
κάος
καπαῖος
Καπανεύς
καπάνη
Καπανηιάδης
Καπανηϊάδης
Καπανήϊος
καπανικός
καπέτις
κάπετος
View word page
κάνωπον
elder-flower

ShortDef

elder-flower

Debugging

Headword:
κάνωπον
Headword (normalized):
κάνωπον
Headword (normalized/stripped):
κανωπον
IDX:
44921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44922
Key:

Data

{'content': 'elder-flower'}