Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κανυσῖνος
Κανωβεύς
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
κάος
καπαῖος
View word page
κανονιστικός
regulative

ShortDef

regulative

Debugging

Headword:
κανονιστικός
Headword (normalized):
κανονιστικός
Headword (normalized/stripped):
κανονιστικος
IDX:
44913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44914
Key:

Data

{'content': 'regulative'}