Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κανυσῖνος
Κανωβεύς
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
κάος
View word page
κανονιστέον
one must regulate

ShortDef

one must regulate

Debugging

Headword:
κανονιστέον
Headword (normalized):
κανονιστέον
Headword (normalized/stripped):
κανονιστεον
IDX:
44912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44913
Key:

Data

{'content': 'one must regulate'}