Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κανυσῖνος
Κανωβεύς
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
View word page
κανονίς
a ruler
ShortDef
a ruler
Debugging
Headword:
κανονίς
Headword (normalized):
κανονίς
Headword (normalized/stripped):
κανονις
IDX:
44910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44911
Key:
Data
{'content': 'a ruler'}