Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κανυσῖνος
Κανωβεύς
Κάνωβος
κανών
View word page
κανόνιον
small bar
ShortDef
small bar
Debugging
Headword:
κανόνιον
Headword (normalized):
κανόνιον
Headword (normalized/stripped):
κανονιον
IDX:
44909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44910
Key:
Data
{'content': 'small bar'}