Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
View word page
κανονίας
one as straight as a κανών

ShortDef

one as straight as a κανών

Debugging

Headword:
κανονίας
Headword (normalized):
κανονίας
Headword (normalized/stripped):
κανονιας
IDX:
44905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44906
Key:

Data

{'content': 'one as straight as a κανών'}