Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κανθός
κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
View word page
κανναβίσκα
hempen shoes

ShortDef

hempen shoes

Debugging

Headword:
κανναβίσκα
Headword (normalized):
κανναβίσκα
Headword (normalized/stripped):
κανναβισκα
IDX:
44904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44905
Key:

Data

{'content': 'hempen shoes'}