Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κανθίαι
κανθός
κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
View word page
κάνναβις
hemp
ShortDef
hemp
Debugging
Headword:
κάνναβις
Headword (normalized):
κάνναβις
Headword (normalized/stripped):
κανναβις
IDX:
44903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44904
Key:
Data
{'content': 'hemp'}