Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κανθηλικός
κανθήλιος
κανθίαι
κανθός
κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανονισμός
View word page
κανναβάριος
(canabae) booth-keeper, stall-holder

ShortDef

(canabae) booth-keeper, stall-holder

Debugging

Headword:
κανναβάριος
Headword (normalized):
κανναβάριος
Headword (normalized/stripped):
κανναβαριος
IDX:
44901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44902
Key:

Data

{'content': '(canabae) booth-keeper, stall-holder'}