Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
ἀμελκτήρ
ἀμελκτός
ἀμέλλητος
ἄμελξις
ἀμελῴδητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφής
ἀμεμφία
ἀμεμψιμοίρητος
ἀμεμψίμοιρος
ἀμένας
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
ἀμενητά
ἀμενθήριστος
View word page
ἄμεμπτος
not to be blamed, blameless
ShortDef
not to be blamed, blameless
Debugging
Headword:
ἄμεμπτος
Headword (normalized):
ἄμεμπτος
Headword (normalized/stripped):
αμεμπτος
IDX:
4489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4490
Key:
Data
{'content': 'not to be blamed, blameless'}