Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγητός
Ἀγήτωρ
ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
View word page
ἁγιοποιέω
sanctify
ShortDef
sanctify
Debugging
Headword:
ἁγιοποιέω
Headword (normalized):
ἁγιοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αγιοποιεω
IDX:
448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-449
Key:
Data
{'content': 'sanctify'}