Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
κανθηλικός
κανθήλιος
κανθίαι
κανθός
κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
κανονίζω
View word page
κανθώδης
curved
ShortDef
curved
Debugging
Headword:
κανθώδης
Headword (normalized):
κανθώδης
Headword (normalized/stripped):
κανθωδης
IDX:
44896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44897
Key:
Data
{'content': 'curved'}