Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
κανθηλικός
κανθήλιος
κανθίαι
κανθός
κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
κανναβίσκα
κανονίας
View word page
κανθύλη
swelling, tumour

ShortDef

swelling, tumour

Debugging

Headword:
κανθύλη
Headword (normalized):
κανθύλη
Headword (normalized/stripped):
κανθυλη
IDX:
44895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44896
Key:

Data

{'content': 'swelling, tumour'}