Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
κανθηλικός
κανθήλιος
κανθίαι
κανθός
κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
κάνναβις
View word page
κανθίαι
ass's dung
ShortDef
ass's dung
Debugging
Headword:
κανθίαι
Headword (normalized):
κανθίαι
Headword (normalized/stripped):
κανθιαι
IDX:
44893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44894
Key:
Data
{'content': "ass's dung"}