Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κανθάρεως
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
κανθηλικός
κανθήλιος
κανθίαι
κανθός
κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κανίσκιον
κάννα
κανναβάριος
καννάβινος
View word page
κανθήλιος
a large sort of ass

ShortDef

a large sort of ass

Debugging

Headword:
κανθήλιος
Headword (normalized):
κανθήλιος
Headword (normalized/stripped):
κανθηλιος
IDX:
44892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44893
Key:

Data

{'content': 'a large sort of ass'}