Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάνδυς
κανδύταλις
κάνειον
κάνεον
κάνης
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανηφόρος
κανθάρεως
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
κανθηλικός
κανθήλιος
View word page
κανθάρεως
vine
ShortDef
vine
Debugging
Headword:
κανθάρεως
Headword (normalized):
κανθάρεως
Headword (normalized/stripped):
κανθαρεως
IDX:
44882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44883
Key:
Data
{'content': 'vine'}