Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κανδήλη
κάνδυς
κανδύταλις
κάνειον
κάνεον
κάνης
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανηφόρος
κανθάρεως
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
κανθηλικός
View word page
κανηφόρος
carrying a basket

ShortDef

carrying a basket

Debugging

Headword:
κανηφόρος
Headword (normalized):
κανηφόρος
Headword (normalized/stripped):
κανηφορος
IDX:
44881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44882
Key:

Data

{'content': 'carrying a basket'}