Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάνδαυλος
κανδήλη
κάνδυς
κανδύταλις
κάνειον
κάνεον
κάνης
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανηφόρος
κανθάρεως
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
View word page
κανηφορικός
of the Κανηφόροι

ShortDef

of the Κανηφόροι

Debugging

Headword:
κανηφορικός
Headword (normalized):
κανηφορικός
Headword (normalized/stripped):
κανηφορικος
IDX:
44880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44881
Key:

Data

{'content': 'of the Κανηφόροι'}