Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κάνδυς
κανδύταλις
κάνειον
κάνεον
κάνης
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανηφόρος
κανθάρεως
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
View word page
κανηφορία
office of κανηφόρος

ShortDef

office of κανηφόρος

Debugging

Headword:
κανηφορία
Headword (normalized):
κανηφορία
Headword (normalized/stripped):
κανηφορια
IDX:
44879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44880
Key:

Data

{'content': 'office of κανηφόρος'}