Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
ἀμελκτήρ
ἀμελκτός
ἀμέλλητος
ἄμελξις
ἀμελῴδητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφής
ἀμεμφία
ἀμεμψιμοίρητος
ἀμεμψίμοιρος
ἀμένας
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
View word page
ἄμελξις
milking
ShortDef
milking
Debugging
Headword:
ἄμελξις
Headword (normalized):
ἄμελξις
Headword (normalized/stripped):
αμελξις
IDX:
4487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4488
Key:
Data
{'content': 'milking'}