Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κανδαλιστής
Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κάνδυς
κανδύταλις
κάνειον
κάνεον
κάνης
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανηφόρος
κανθάρεως
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
View word page
κανηφορέω
to carry the sacred basket in procession

ShortDef

to carry the sacred basket in procession

Debugging

Headword:
κανηφορέω
Headword (normalized):
κανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
κανηφορεω
IDX:
44878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44879
Key:

Data

{'content': 'to carry the sacred basket in procession'}