Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καναχίζω
καναχός
κανδαλιστής
Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κάνδυς
κανδύταλις
κάνειον
κάνεον
κάνης
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανηφόρος
κανθάρεως
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
View word page
κάνης
a mat of reeds

ShortDef

a mat of reeds

Debugging

Headword:
κάνης
Headword (normalized):
κάνης
Headword (normalized/stripped):
κανης
IDX:
44876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44877
Key:

Data

{'content': 'a mat of reeds'}