Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχήπους
καναχής
καναχίζω
καναχός
κανδαλιστής
Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κάνδυς
κανδύταλις
κάνειον
κάνεον
κάνης
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανηφόρος
View word page
κανδήλη
candela, candle, torch

ShortDef

candela, candle, torch

Debugging

Headword:
κανδήλη
Headword (normalized):
κανδήλη
Headword (normalized/stripped):
κανδηλη
IDX:
44871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44872
Key:

Data

{'content': 'candela, candle, torch'}