Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμελής2
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
ἀμελκτήρ
ἀμελκτός
ἀμέλλητος
ἄμελξις
ἀμελῴδητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφής
ἀμεμφία
ἀμεμψιμοίρητος
ἀμεμψίμοιρος
ἀμένας
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
View word page
ἀμέλλητος
not to be put off

ShortDef

not to be put off

Debugging

Headword:
ἀμέλλητος
Headword (normalized):
ἀμέλλητος
Headword (normalized/stripped):
αμελλητος
IDX:
4486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4487
Key:

Data

{'content': 'not to be put off'}