Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κἄν
κἀν
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναθρον
Κάναι
κανάσσω
κάναστρον
καναχά
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχήπους
καναχής
καναχίζω
καναχός
κανδαλιστής
Κανδαύλης
κάνδαυλος
View word page
καναχέω
to ring, clash, clang

ShortDef

to ring, clash, clang

Debugging

Headword:
καναχέω
Headword (normalized):
καναχέω
Headword (normalized/stripped):
καναχεω
IDX:
44860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44861
Key:

Data

{'content': 'to ring, clash, clang'}