Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμψός
κἄν
κἀν
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναθρον
Κάναι
κανάσσω
κάναστρον
καναχά
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχήπους
καναχής
καναχίζω
καναχός
κανδαλιστής
Κανδαύλης
View word page
καναχά
shrilling
ShortDef
shrilling
Debugging
Headword:
καναχά
Headword (normalized):
καναχά
Headword (normalized/stripped):
καναχα
IDX:
44859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44860
Key:
Data
{'content': 'shrilling'}