Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμελής
ἀμελής2
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
ἀμελκτήρ
ἀμελκτός
ἀμέλλητος
ἄμελξις
ἀμελῴδητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφής
ἀμεμφία
ἀμεμψιμοίρητος
ἀμεμψίμοιρος
ἀμένας
ἀμενηνός
View word page
ἀμελκτός
milked
ShortDef
milked
Debugging
Headword:
ἀμελκτός
Headword (normalized):
ἀμελκτός
Headword (normalized/stripped):
αμελκτος
IDX:
4485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4486
Key:
Data
{'content': 'milked'}