Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμψιδίαυλος
καμψίουρος
καμψίπους
κάμψις
καμψός
κἄν
κἀν
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναθρον
Κάναι
κανάσσω
κάναστρον
καναχά
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχήπους
καναχής
View word page
κάναθρον
a cane or wicker carriage
ShortDef
a cane or wicker carriage
Debugging
Headword:
κάναθρον
Headword (normalized):
κάναθρον
Headword (normalized/stripped):
καναθρον
IDX:
44855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44856
Key:
Data
{'content': 'a cane or wicker carriage'}