Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμψάριος
κάμψη
καμψιδίαυλος
καμψίουρος
καμψίπους
κάμψις
καμψός
κἄν
κἀν
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναθρον
Κάναι
κανάσσω
κάναστρον
καναχά
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
View word page
καναβιουργός
maker of κάναβοι

ShortDef

maker of κάναβοι

Debugging

Headword:
καναβιουργός
Headword (normalized):
καναβιουργός
Headword (normalized/stripped):
καναβιουργος
IDX:
44853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44854
Key:

Data

{'content': 'maker of κάναβοι'}