Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάριος
κάμψη
καμψιδίαυλος
καμψίουρος
καμψίπους
κάμψις
καμψός
κἄν
κἀν
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναθρον
Κάναι
κανάσσω
κάναστρον
καναχά
View word page
καμψός
crooked, bent
ShortDef
crooked, bent
Debugging
Headword:
καμψός
Headword (normalized):
καμψός
Headword (normalized/stripped):
καμψος
IDX:
44849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44850
Key:
Data
{'content': 'crooked, bent'}