Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελής2
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
ἀμελκτήρ
ἀμελκτός
ἀμέλλητος
ἄμελξις
ἀμελῴδητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφής
ἀμεμφία
ἀμεμψιμοίρητος
ἀμεμψίμοιρος
ἀμένας
View word page
ἀμελκτήρ
milking-pail

ShortDef

milking-pail

Debugging

Headword:
ἀμελκτήρ
Headword (normalized):
ἀμελκτήρ
Headword (normalized/stripped):
αμελκτηρ
IDX:
4484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4485
Key:

Data

{'content': 'milking-pail'}