Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμπύλη
καμπύλλω
καμπυλοειδής
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάριος
κάμψη
καμψιδίαυλος
καμψίουρος
καμψίπους
κάμψις
καμψός
κἄν
κἀν
κανάβινος
View word page
κάμψα
basket, case
ShortDef
basket, case
Debugging
Headword:
κάμψα
Headword (normalized):
κάμψα
Headword (normalized/stripped):
καμψα
IDX:
44842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44843
Key:
Data
{'content': 'basket, case'}