Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάμπτω
καμπύλη
καμπύλλω
καμπυλοειδής
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάριος
κάμψη
καμψιδίαυλος
καμψίουρος
καμψίπους
κάμψις
καμψός
κἄν
κἀν
View word page
καμπύλοχος
with curved carriage

ShortDef

with curved carriage

Debugging

Headword:
καμπύλοχος
Headword (normalized):
καμπύλοχος
Headword (normalized/stripped):
καμπυλοχος
IDX:
44841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44842
Key:

Data

{'content': 'with curved carriage'}