Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπύλλω
καμπυλοειδής
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάριος
κάμψη
καμψιδίαυλος
καμψίουρος
καμψίπους
κάμψις
View word page
καμπύλος
bent, crooked, curved

ShortDef

bent, crooked, curved

Debugging

Headword:
καμπύλος
Headword (normalized):
καμπύλος
Headword (normalized/stripped):
καμπυλος
IDX:
44838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44839
Key:

Data

{'content': 'bent, crooked, curved'}