Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπύλλω
καμπυλοειδής
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάριος
κάμψη
καμψιδίαυλος
καμψίουρος
View word page
καμπυλόπρυμνος
with rounded stern

ShortDef

with rounded stern

Debugging

Headword:
καμπυλόπρυμνος
Headword (normalized):
καμπυλόπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
καμπυλοπρυμνος
IDX:
44836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44837
Key:

Data

{'content': 'with rounded stern'}