Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπύλλω
καμπυλοειδής
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάριος
κάμψη
καμψιδίαυλος
View word page
καμπυλόομαι
become curved

ShortDef

become curved

Debugging

Headword:
καμπυλόομαι
Headword (normalized):
καμπυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
καμπυλοομαι
IDX:
44835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44836
Key:

Data

{'content': 'become curved'}