Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κάμπος
καμπτήρ
καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπύλλω
καμπυλοειδής
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάριος
View word page
καμπύλλω
bend, crook
ShortDef
bend, crook
Debugging
Headword:
καμπύλλω
Headword (normalized):
καμπύλλω
Headword (normalized/stripped):
καμπυλλω
IDX:
44833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44834
Key:
Data
{'content': 'bend, crook'}