Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάμπιμος
κάμπος
Κάμπος
καμπτήρ
καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπύλλω
καμπυλοειδής
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
View word page
κάμπτω
to bend, curve
ShortDef
to bend, curve
Debugging
Headword:
κάμπτω
Headword (normalized):
κάμπτω
Headword (normalized/stripped):
καμπτω
IDX:
44831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44832
Key:
Data
{'content': 'to bend, curve'}