Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή
κάμπη
κάμπιμος
κάμπος
Κάμπος
καμπτήρ
καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
View word page
κάμπιμος
bent, turning

ShortDef

bent, turning

Debugging

Headword:
κάμπιμος
Headword (normalized):
κάμπιμος
Headword (normalized/stripped):
καμπιμος
IDX:
44821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44822
Key:

Data

{'content': 'bent, turning'}