Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή
κάμπη
κάμπιμος
κάμπος
Κάμπος
καμπτήρ
καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
View word page
καμπή
a bending, winding
ShortDef
a bending, winding
Debugging
Headword:
καμπή
Headword (normalized):
καμπή
Headword (normalized/stripped):
καμπη
IDX:
44819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44820
Key:
Data
{'content': 'a bending, winding'}