Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμέλεια
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελής2
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
ἀμελητικός
ἀμέλητος
ἀμελίου
ἀμελκτέον
ἀμελκτήρ
ἀμελκτός
ἀμέλλητος
ἄμελξις
ἀμελῴδητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφής
ἀμεμφία
View word page
ἀμέλητος
not to be cared for

ShortDef

not to be cared for

Debugging

Headword:
ἀμέλητος
Headword (normalized):
ἀμέλητος
Headword (normalized/stripped):
αμελητος
IDX:
4481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4482
Key:

Data

{'content': 'not to be cared for'}