Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή
κάμπη
κάμπιμος
κάμπος
Κάμπος
καμπτήρ
View word page
καμπανίζω
weigh
ShortDef
weigh
Debugging
Headword:
καμπανίζω
Headword (normalized):
καμπανίζω
Headword (normalized/stripped):
καμπανιζω
IDX:
44814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44815
Key:
Data
{'content': 'weigh'}