Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή
κάμπη
κάμπιμος
κάμπος
Κάμπος
View word page
καμπαγών
boot

ShortDef

boot

Debugging

Headword:
καμπαγών
Headword (normalized):
καμπαγών
Headword (normalized/stripped):
καμπαγων
IDX:
44813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44814
Key:

Data

{'content': 'boot'}