Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή
κάμπη
κάμπιμος
κάμπος
View word page
κάμνω
to work, toil, be sick

ShortDef

to work, toil, be sick

Debugging

Headword:
κάμνω
Headword (normalized):
κάμνω
Headword (normalized/stripped):
καμνω
IDX:
44812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44813
Key:

Data

{'content': 'to work, toil, be sick'}