Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καμινίων
καμινογραφία
καμινόθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
καμματίδες
καμμονίη
κάμμορος
κάμνω
καμπαγών
καμπανίζω
Καμπανός
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή
View word page
καμματίδες
laurel leaves

ShortDef

laurel leaves

Debugging

Headword:
καμματίδες
Headword (normalized):
καμματίδες
Headword (normalized/stripped):
καμματιδες
IDX:
44809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44810
Key:

Data

{'content': 'laurel leaves'}